Ἀτλαντίδα

Ἀτλαντίδα
Ἀτλαντίς
of Atlas
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ατλαντίδα — Μυθολογική χώρα στον Ατλαντικό ωκεανό, η οποία πιθανολογείται ότι εξαφανίστηκε μαζί με ολόκληρο τον πληθυσμό της στους πολύ μακρινούς χρόνους της προϊστορίας. Ο Πλάτων, στους διαλόγους Τίμαιος και Κριτίας, την περιγράφει με λεπτομέρειες,… …   Dictionary of Greek

  • Classics Illustrated — Cover, issue 10 (Robinson Crusoe), published 1947 Publication information …   Wikipedia

  • άτλαντας — ο (Α ἄτλας και Ἄτλας, αντος) 1. ο μυθικός γίγαντας που βαστούσε τους στύλους του ουρανού 2. ονομασία ανδρικών αγαλμάτων που στήριζαν τον θριγκό οικοδομήματος 3. ο αυχενικός σπόνδυλος στον οποίο στηρίζεται το κεφάλι νεοελλ. 1. συλλογή χαρτών 2.… …   Dictionary of Greek

  • μαία — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Τιτάνα Άτλαντα και της Πληιόνης, από τη σχέση της οποίας με τον Δία γεννήθηκε ο Ερμής. Πολλοί ποιητές έχουν εξυμνήσει την ομορφιά της και τη θεωρούν ως την πιο όμορφη από τις Πλειάδες. Αναφέρεται άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • ουτοπία — Ο όρος παράγεται από τις λέξεις ου και τόπος και σημαίνει όραμα ή λόγο που αναφέρεται στο μη πραγματικό, στο αντίθετο δηλαδή εκείνου που υπάρχει και ενεργεί πραγματικά. Η λέξη έχει την προέλευση της από το έργο του σερ Τόμας Μουρ Ουτοπία, ο… …   Dictionary of Greek

  • Βάκων — I (Ίλτσεστερ, Σόμερσετ 1214 – 1292;). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου φιλόσοφου Ρότζερ Μπέικον (Roger Bacon). Σπούδασε στην Οξφόρδη και στο Παρίσι και γύρω στο 1252 μπήκε στο τάγμα των Φραγκισκανών μοναχών. Η κλίση του όμως προς την… …   Dictionary of Greek

  • Βερνταγκουέρ, Χαθίντο — (Jacinto Verdaguer, Φολγκαρόλας 1845 – Βαλβιντρέρα 1902). Καταλανός ποιητής, εθνικός ποιητής των Καταλανών (η ορθή προφορά του επιθέτου στα καταλανικά είναι Βαραγκάρ). Ενώ είχε ακολουθήσει το ιερατικό στάδιο, πολύ νέος ανακάλυψε το ποιητικό του… …   Dictionary of Greek

  • καν-καν — (can can). Γαλλικός θεατρικός χορός του 19ου αι. με θορυβώδη και άσεμνο, για τα μέτρα της εποχής του, χαρακτήρα. Η ονομασία του πιθανότατα προέρχεται από έκφραση της αργκό της εποχής, που σήμαινε τη θορυβώδη και μπερδεμένη συζήτηση· υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • Μουρ, Τόμας — I (Sir Thomas More, Λονδίνο 1478 – 1535). Άγγλος πολιτικός και ανθρωπιστής. Μορφή πρώτου μεγέθους στην αυλή του Ερρίκου H’, υπήρξε, από το 1532, καγκελάριος του βασιλείου. Δεν δέχτηκε να ταχθεί υπέρ του διαζυγίου μεταξύ του Ερρίκου και της… …   Dictionary of Greek

  • Μπενουά, Πιερ — (Pierre Benoit, Άλμπι 1886 – Σιμπούρ, Πυρηναία 1962). Γάλλος συγγραφέας. Στην αρχή έγραφε ποιήματα, επιβλήθηκε όμως ως μυθιστοριογράφος με το Κένιγκσμαρκ (1918) και την Ατλαντίδα, που το 1919 πήρε το βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας και είχε μεγάλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”